ἀηθέσσω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A to be unaccustomed, c. gen., once in Hom., ἀήθεσσον γὰρ ἔτ' αὐτῶν Il.10.493; ἀηθέσσουσα δύης A.R.4.38; λυγμοὶ ἀηθέσσοντες Nic.Al.378:—for A.R.1.1171 v.sq.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηθέσσω: ποιητ. ἀντὶ ἀηθέω = εἶμαι ἀσυνήθιστος, μ. γεν. ἀήθεσσον γαρ ἔτ’ αὐτῶν, Ἰλ. Κ. 493 (τὸ μόνον Ὁμηρ. χωρίον ἔνθ’ ἀπαντᾷ)· οὕτως ἀηθέσσουσα δύης, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 38., ἀηθέσσοντες, Νικ. Ἀλεξιφ. 378: ― Παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. 1. 1171· ἀήθεσον φαίνεται κείμενον χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ ἀήθεσσον.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
n’être pas, n’être plus habitué à, gén..
Étymologie: ἀήθης.
English (Autenrieth)
(ἀηθής, ἦθος): be unaccustomed to; w. gen., Il. 10.493†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἀήθεσον A.R.1.1171]
1 no estar acostumbrado c. gen. ἵπποι ... ἀήθεσσον γὰρ ἔτ' αὐτῶν (νεκρῶν) los caballos, pues, no estaban acostumbrados a ellos e.d., a pisar los cadáveres, Il.10.493, c. ac. ἀηθέσσουσα δύην καὶ δούλια ἔργα A.R.4.38, c. part. χεῖρες γὰρ ἀήθεσον ἠρεμέουσαι A.R.1.1171.
2 no ser corriente, ser inhabitual λυγμοὶ ἀηθέσσοντες náuseas inhabituales Nic.Al.378.