ἐμπόρευμα

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόρευμα Medium diacritics: ἐμπόρευμα Low diacritics: εμπόρευμα Capitals: ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ
Transliteration A: empóreuma Transliteration B: emporeuma Transliteration C: emporevma Beta Code: e)mpo/reuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A merchandise, in pl., X.Vect.3.4, Hier.9.11.    II traffic, Hsch.

German (Pape)

[Seite 816] τό, Gegenstand des Handels, Waare, Xen. Hier. 9, 11 Vect. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόρευμα: τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ξεν. Πόροι 3. 4, Ἱέρ. 9. 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
marchandise.
Étymologie: ἐμπορεύομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 mercancía gener. plu. ἀγαθὸν ... ἐμπορεύμασιν ὠφελεῖν τὴν πόλιν X.Vect.3.4, cf. Hier.9.11, Gr.Naz.M.36.173A, Eust.686.42, τὰ οὐράνια ἐμπορεύματα los bienes celestiales, H.Mon.14.21.
2 actividad comercial Hsch.
fig., c. gen. abstr. trato, relación τῆς εὐσεβείας Basil.M.31.1381C, ἀρετῆς Chrys.M.49.265.
3 beneficio, ganancia fig. ἐ. τῆς ἐμῆς εὐχῆς Gr.Naz.M.37.1043A, νήψεως καὶ ἀσφαλείας Isid.Pel.Ep.M.78.316A.

Greek Monolingual

και εμπόρεμα, το (AM εμπόρευμα)
κάθε φυσικό ή τεχνητό προϊόν για το οποίο γίνεται αγοραπωλησία, εμπορεύσιμο είδος, πραμάτεια («ελεύθερο εμπόρευμα» — αυτό που παραδίδεται από τον πωλητή στον αγοραστή ελεύθερο από έξοδα μεταφοράς).