ἐπικαμπής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A curved, curling, ὠτάρια BGU781 ii4 (i A.D.); [οὐραῖον] Luc.Gall.28; ξύλον Plu.Cam.32; convex, Pall.in Hp.Fract. 12.284C.; of hammer-toes, Heph.Astr.1.1. Adv. -πῶς Sch.rec.A. Th.384.
German (Pape)
[Seite 945] ές, eingebogen, gekrümmt, vom lituus, Plut. Cam. 32; Luc. Gall. 28.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
recourbé.
Étymologie: ἐπικάμπτω.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπικαμπής) επικάμπτω
καμπύλος, γωνιώδης, κυρτός, γυριστός
αρχ.
1. ευλύγιστος.
επίρρ...
ἐπικαμπῶς (AM)
καμπυλωτά, κυρτά.