καταμαργάω
From LSJ
English (LSJ)
Ion. καταμαργέω,
A to be stark mad, rave, φθόνῳ Hdt.8.125.
German (Pape)
[Seite 1362] ion. -μαργέω, ganz rasend, unsinnig sein, φθόνῳ Her. 8, 125.
Greek (Liddell-Scott)
καταμαργάω: Ἰων. -έω, εἶμαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ ἐκ μανίας, φθόνῳ Ἡρόδ. 8. 125.