ὀνεύω
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
A draw up with a windlass (ὄνος VII. 1), impf. ὤνευον Th.7.25 : generally, haul up, τὸν πέπλον . . ἕλκουσ' ὀνεύοντες Stratt.30 :—Med., -εσθαι· τείνειν, Erot., Gal.19.126 (v.l. in Hp.Fract.15).
German (Pape)
[Seite 346] mit der Winde ziehen, Thuc. 7, 25; vgl. B. A. 57, 21 u. Mein. conj. in Strattis bei Harpocr. 176, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνεύω: ἀνέλκω διὰ μοχλοῦ (ὄνος VII. 1), παρατατ. ὤνευον Θουκ. 7. 25· καθόλου, ἀναβιβάζω, τὸν πέπλον ... ἕλκουσ’ ὀνεύοντες Στράττις ἐν «Μακεδόσι» 1, ἔνθα ἴδε Meineke.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ὤνευον;
tirer ou soulever à l’aide d’un cabestan.
Étymologie: ὄνος.
Greek Monolingual
ὀνεύω (Α) όνος
1. έλκω κάτι με μοχλό («ἔκ τε τῶν ἀκάτων ὤνευον ἀναδούμενος τοὺς σταυροὺς καὶ ἀνέλκων», Θουκ.)
2. ανεβάζω, σύρω προς τα επάνω («τὸν πέπλον... ἕλκουσ' ὀνεύοντες», Στράττ.)
3. μέσ. (κατά τον Ερωτιαν.) «ὀνεύεσθαι. τείνειν».