κοσμιότης
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A propriety, decorum, Ar.Pl.564, Pl.Plt.307 b, Zeno Stoic.1.58, etc.; κ. καὶ σωφροσύνη Pl.Grg.508 a; opp. ἀκολασία, Arist.EN1109a16: pl., τὰς αἰσχύνας καὶ κ. Phld.Mus.p.44 K.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμιότης: -ητος, ἡ, τάξις, εὐταξία, εὐπρέπεια, φρόνιμος διαγωγή, Ἀριστοφ. Πλ. 564, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.· κ. καὶ σωφροσύνη ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 508Α· ἀντίθετ. τῷ ἀκολασία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 8· ἴδε ἐν λεξ. κομψότης.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
bon ordre ; modération d’esprit ou de caractère, convenance, décence.
Étymologie: κόσμιος.