παραρρήγνυμι
English (LSJ)
or παραρρηγνύω (Plu.Fab.19),
A break at the side, esp. break a line of battle, Th.4.96 ; π. τοῦ πύργου μέρος make a breach in it, Polyaen.2.27.2 :—Pass., to be broken, Th.5.73, 6.70, Arr.An.2.22.7, 4.26.5. 2 metaph., break through, violate, τὸν νόμον Them. Or.15.190b, cf. Or.16.212d. II Pass., with pf. 2 παρέρρωγα, break or burst at the side, παρέρρωγεν ποδὸς φλέψ S.Ph.824 ; χιτωνίου παραρραγέντος Ar.Ra.414 (lyr.) ; τὰ παρερρωγότα τῆς ὀρεινῆς broken ground, ravines, Plu.Alex.17 ; τὸ παρερρωγὸς τοῦ στρατεύματος Arr. An.2.11.1. 2 φωνὴ παρερρωγυῖα broken (by passion), Thphr.Char. 6.7 ; so τραχυνόμενον τῇ φωνῇ καὶ παραρρηγνύμενον Plu.TG2.
Greek (Liddell-Scott)
παραρρήγνῡμι: ἢ -ύω (Πλουτ. Φάβ. 19)· μέλλ. -ρήξω. Διαρρήγνυμι κατὰ τὰ πλάγια, διαρρηγνύω γραμμὴν μάχης, Θουκ. 4.96· καὶ ἐν τῷ παθ., διαρρήγνυμαι, θραύομαι, ὁ αὐτ. 5. 73., 6. 70· π. τεῖχος, κάμνω ῥῆγμα, Πολύαιν. 2. 27, Ἀρρ. Ἀν. 2. 22., 4. 26. 2) μεταφορ., παραβιάζω, παραβαίνω, τὸν νόμον Θεμίστ. 190Β. ΙΙ. Παθ., μετὰ β΄ πρκμ. παρέρρωγα, ῥήγνυμαι κατὰ τὰ πλάγια, παρέρρωγεν ποδὸς φλὲψ Σοφ. Φιλ. 824· χιτωνίου παραρραγέντος Ἀριστοφ. Βάτρ. 412· τὰ παρερρωγότα τὴς ὀρεινῆς, πετρώδεις τόποι, φάραγγες, Πλουτ. Ἀλεξ. 17· τὸ παρερρωγὸς τοῦ στρατεύματος, τὸ παθὸν ἐκ τοῦ πλαγίου διάρρηξιν, Ἀρρ. Ἀν. 2. 11. 2) φωνὴ παρερρωγυῖα, κερχνώδης, «βραχνὴ» φωνή, ἢ συγκοπτομένη ἐξ ὀργῆς, Θεοφρ. Χαρακτ. 6· οὕτω, τραχυνόμενον τῇ φωνῇ καὶ παραρρηγνύμενον Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2.
French (Bailly abrégé)
f. παραρρήξω, pf. intr. παρέρρωγα, ao.2 Pass. παρερράγην;
I. tr. 1 briser, rompre en partie, particul. enfoncer un corps de troupes, le rompre sur un point;
2 p. ext. briser, rompre, déchirer : παραρρήγνυσθαι δι’ ὀργῆς PLUT éclater de colère;
II. intr. (au pf.) être rompu, déchiré, crevé ; παρερρωγότα PLUT fentes, crevasses de rochers.
Étymologie: παρά, ῥήγνυμι.
Greek Monolingual
και παραρρηγνύω Α
1. διασπώ, προκαλώ ρήγμα στα πλευρά, ιδίως γραμμής μάχης
2. παθ. παραρρήγνυμαι
διαρρήγνυμαι, θραύομαι, υφίσταμαι ρήγμα
3. μτφ. παραβαίνω, παραβιάζω («παραρρηγνύοντας τὸν νόμον», Θεμίστ.)
4. φρ. «φωνὴ παρερρωγυῑα» — φωνή σπασμένη από πάθος, από συγκίνηση ή θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ῥήγνυμι «σπάζω, κομματιάζω»].