ὄτλος

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄτλος Medium diacritics: ὄτλος Low diacritics: ότλος Capitals: ΟΤΛΟΣ
Transliteration A: ótlos Transliteration B: otlos Transliteration C: otlos Beta Code: o)/tlos

English (LSJ)

ὁ,

   A suffering, distress, arising from a thing, παιδείας ὄτλον A. Th.18; νυμφείων ὄτλον S.Tr.7 (as the Sch., though the Ms. gives ὄκνον). (ὄτλος, ὀτλέω, ὀτλήμων seem to be cogn. with τάλας, τλῆναι, τλήμων.)

German (Pape)

[Seite 405] ὁ (wohl mit τλῆναι zusammenhangend), Leid, Drangsal, Elend, VLL. erkl. μόχθος, κακοπάθεια; ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον, Aesch. Spt. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὄτλος: ὁ, πάθημα, κακοπραγία προερχομένη ἔκ τινος πράγματος, κακοπάθεια, παιδείας ὄτλον Αἰσχύλ. Θήβ. 18· νυμφείων ὄτλον Σοφ. Τρ. 7 (κατὰ τὸν Σχολ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσιν ὄκνον, ταύτην δὲ τὴν γραφὴν διετήρησεν ὁ Jebb ἐν τῷ κειμένῳ ὡς μᾶλλον προσήκουσαν). (ὄτλος, ὀτλέω, ὀτλήμων φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθησαν ἐκ τῆς √ΤΑΛ, τάλας, τλῆναι, τλήμων, μετὰ τοῦ εὐφωνικοῦ ο ἀκριβῶς ὡς τὰ ἄτλας, ἄθλιος, παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης μετὰ τοῦ α εὐφων.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄτλος. μόχθος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
douleur, peine, mal.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Ταλ, supporter ; cf. τλάω.