παραμπέχω
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
or παραμπ-ίσχω,
A cover with a cloak or robe, τὴν τοῦ σώματος αἰσχύνην Alcid. ap. Arist.Rh.1406a29. 2 wrap a thing round as a cloak or disguise : metaph., παραμπίσχειν (v.l. -έχειν) λόγους use a cloak of words, E.Med.282 :—Med., allege as a pretext, c. acc., Hp. Morb.Sacr.1.
German (Pape)
[Seite 490] u. παραμπίσχω (s. ἀμπέχω), umhüllen, bedecken; Eur. Med. 285 οὐδὲν δεῖ παραμπέχειν λόγους, Schol. κρύπτειν; – οὐ τὸ σῶμα παρήμπισχεν, Arist. rhet. 3, 3. – Im med. gew. übtr. als Deckmantel, Vorwand brauchen, vorschützen, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραμπέχω: ἢ -ίσχω, μέλλ. -αμφέξω: ἀόριστ. -ήμπισχον. Παρακαλύπτω, οὐ τὸ σῶμα παρήμπισχεν, ἀλλὰ τὴν τοῦ σώματος αἰσχύνην Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 3. 2) κρύπτω, οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους Εὐρ. Μήδ. 282 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. οὐ γὰρ ἀμπέχειν)· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, παρακαλύπτομαι, προφασίζομαι, μετ’ αἰτ. Ἱππ. 301. 40.
French (Bailly abrégé)
alléguer, donner en prétexte, acc..
Étymologie: παρά, ἀμπέχω.
Greek Monolingual
και παραμπίσχω Α
1. καλύπτω με μανδύα ή ένδυμα, σκεπάζω
2. μεταμορφώνω, μεταμφιέζω
3. μέσ. παραμπέχομαι
προβάλλω ως πρόσχημα, προφασίζομαι
4. μτφ. αποκρύπτω τις σκέψεις μου με λόγια («οὐδὲν δεῑ παραμπέχειν λόγους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἄμπέχω / ἀμπίσχω «περιβάλλω»].