ἐρυμνότης

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυμνότης Medium diacritics: ἐρυμνότης Low diacritics: ερυμνότης Capitals: ΕΡΥΜΝΟΤΗΣ
Transliteration A: erymnótēs Transliteration B: erymnotēs Transliteration C: erymnotis Beta Code: e)rumno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A strength or security of a place, X.Cyr.6.1.23 ; τῶν τειχῶν Arist.Pol.1330b37 ; αἱ ἐ. τῶν Ἄλπεων the difficulties of passing them, Plb.3.47.9, etc.

German (Pape)

[Seite 1037] ητος, ἡ, die Festigkeit eines Ortes, Befestigung, Xen. Cyr. 6, 1, 23; τῶν τειχέων Arist. pol. 7, 11; von den Alpen, Pol. 3, 47, 9. 48, 5, Unzugänglichkeit, Schroffheit.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυμνότης: -ητος, ἡ, τὸ ὀχυρὸν θέσεώς τινος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23· τῶν τειχῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· ἐρ. τῶν Ἄλπεων, δυσκολία ἐν τῇ ὑπερβάσει αὐτῶν, Πολύβ. 3. 49, 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
position fortifiée ou situation infranchissable.
Étymologie: ἐρυμνός.

Greek Monolingual

ἐρυμνότης, ἡ (Α) ερυμνός
1. η σιγουριά, η ασφάλεια μιας θέσης ή ενός τόπου («ἐρυμνότης τῶν τειχών», Αριστοτ.)
2. φρ. «ἐρυμνότης τῶν Ἄλπεων» — δυσκολία κατά τη διάβαση τών ‘Αλπεων.