συντράπεζος

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντράπεζος Medium diacritics: συντράπεζος Low diacritics: συντράπεζος Capitals: ΣΥΝΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: syntrápezos Transliteration B: syntrapezos Transliteration C: syntrapezos Beta Code: suntra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A messmate, X.An.1.9.31; βίον σ. ἔχειν live with one, E.Andr.658; of a dog, Babr.74.7.

Greek (Liddell-Scott)

συντράπεζος: [ᾰ], -ον, ὁμοτράπεζος, ἐκ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἐσθίων, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 31· βίον σ. ἔχειν, συζῆν μετά τινος, Εὐρ. Ἀνδρ. 658· ἐπὶ κυνός, Βαβρ. 74. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de table, commensal.
Étymologie: σύν, τράπεζα.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α
ομοτράπεζος
αρχ.
φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» — συζώ με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι-τράπεζος].