πυρεύς
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
έως, ὁ, (πῦρ)
A one who lights fire or burns, Hsch. (pl.); πυρις (sic), = flamines, Gloss. (fort. ἱερεῖς). II fire-proof vessel, cj. in AP13.13.
German (Pape)
[Seite 821] ὁ, der Feuer Anzündende, Hesych. – Ein sonst unbekanntes Gefäß, πυρῆ' ἀνέθηκε, Ep. ad. 119 (XIII, 13).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρεύς: έως, ὁ, (πῦρ), πυρπολητής, Ἡσύχ. ΙΙ. σκεῦος ἀντέχον εἰς τὸ πῦρ, Ἀνθ. Π. 13. 13.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
sorte de réchaud.
Étymologie: πῦρ.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α πυρεύω
(κατά τον Ησύχ.)
1. εμπρηστής, πυρπολητής
2. σκεύος που αντέχει στη φωτιά.