χαλκοκορυστής

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοκορυστής Medium diacritics: χαλκοκορυστής Low diacritics: χαλκοκορυστής Capitals: ΧΑΛΚΟΚΟΡΥΣΤΗΣ
Transliteration A: chalkokorystḗs Transliteration B: chalkokorystēs Transliteration C: chalkokorystis Beta Code: xalkokorusth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A bronze-armed, equipped with bronze, Il. 5.699, 6.199,398, al.; ὅμιλος Pi.Pae.6.108.

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, mit oder in eherner Rüstung, Il. 5, 699 u. oft.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοκορυστής: -οῦ, ὁ, ὡπλισμένος διὰ χαλκοῦ, Ἰλ. Ε. 699 Ζ. 199, 398, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἱπποκορυστής.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
couvert d’une armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, κορύσσω.

English (Autenrieth)

(κορύσσω): in bronze armor, brazen-clad. (Il.)

Greek Monolingual

ὁ, Α
οπλισμένος με χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κόρυς «περικεφαλαία» + κατάλ. -της (πρβλ. ἱππο-κορυσ-της). Ο σχηματισμός του τ. με κατάλ. -της αντί του αναμενόμενου χαλκό-κορυς (πρβλ. τρί-κορυς) για μετρικούς λόγους].