θελξίπικρος

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελξῐπικρος Medium diacritics: θελξίπικρος Low diacritics: θελξίπικρος Capitals: ΘΕΛΞΙΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: thelxípikros Transliteration B: thelxipikros Transliteration C: thelksipikros Beta Code: qelci/pikros

English (LSJ)

ον,

   A sweetly painful, κνησμοναί App.Anth.3.158.

German (Pape)

[Seite 1193] κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 (App. 304).

Greek (Liddell-Scott)

θελξίπικρος: -ον, προξενῶν ἡδονὴν μετὰ πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ γλυκύπικρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de douceur et d’amertume.
Étymologie: θέλγω, πικρός.

Greek Monolingual

θελξίπικρος, -ον (Α)
αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + πικρός.