ἀρνακίς

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρνᾰκίς Medium diacritics: ἀρνακίς Low diacritics: αρνακίς Capitals: ΑΡΝΑΚΙΣ
Transliteration A: arnakís Transliteration B: arnakis Transliteration C: arnakis Beta Code: a)rnaki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sheepskin coat, Ar.Nu.730, Pl.Smp.220b, Aristonym.6, Theoc.5.50. (Formed as if from ἄρναξ, Dim. of ἀρνός.)

German (Pape)

[Seite 356] ίδος, ἡ, Schaffell, -pelz, Ar. Nub. 720; Plat. Conv. 220 b; plur., Theocr. 5, 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρνᾰκίς: -ίδος, ἡ, προβάτου δορά, «προβειά», «ἀρνακίδες· ἀρνῶν κώδια» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 730, Πλάτ. Συμπ. 220Β, Ἀριστώνυμ. ἐν «Ἡλίῳ ῥηγοῦντι» 4· (ἐσχηματισμένον ὡς ἐξ ὑποκοριστ. τοῦ ἀρνός,. *ἄρναξ).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
peau d’agneau.
Étymologie: ἀρήν.

Spanish (DGE)

(ἀρνᾰκίς) -ίδος, ἡ
piel de cordero en juego de palabras c. ἐξαρνεῖσθαι (sc. ‘deudas’): τίς ἂν δῆτ' ἐπιβάλοι ἐξ ἀρνακίδων γνώμην ἀποστερητρίδα; ¿quién podría echarme un capote con sentido anulatorio? Ar.Nu.730
usada como calzado, Pl.Smp.220b, Theoc.5.50, Them.Or.4.50b
como remedio ἀρνακίδας ... θερμὰς πρὸς τὴν γαστέρα Hp.Superf.34
en uso genérico, Aristonym.6, PCair.Zen.633.7 (III a.C.), PLugd.Bat.20.35.31 (III a.C.), POxy.741.6 (II d.C.), Hsch.

Greek Monolingual

ἀρνακίς (-ίδος), η (Α)
η προβιά, η κάπα από δέρμα αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. με συλλαβική ανομοίωση < αρνόνακος < αρνο- (< αρήν, αρνός) + νάκη «δέρμα, προβιά»].