γύννις
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ιδος, ὁ,
A a womanish man, ποδαπὸς ὁ γ.; of Bacchus, A.Fr. 61, cf. Theoc.22.69 (s.v.l.), Ael.VH12.12, Lib.Or.64.49. 2 = ἵππουρις, Ps.-Dsc.4.46,47.
German (Pape)
[Seite 512] ιδος, ὁ, Weichling, Ar. Th. 136; vgl. Ath. X, 435 c; Theocr. 22, 69; Ael. V. H. 12, 12; auch γὐνις geschrieben, B. A. 11; vgl. γιννός.
Greek (Liddell-Scott)
γύννις: -ιδος, ὁ, γυναικώδης ἀνήρ, ποδαπὸς ὁ γύννις, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 56) παρ᾿ Ἀριστοφ. Θεσμ. 136, πρβλ. Θεόκρ. 22. 69, Αἰλ. II. Ἱστ. 12. 12. [ῠ].
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ) :
homme efféminé.
Étymologie: γυνή.
Spanish (DGE)
-ιδος, ὁ
• Alolema(s): γύνις Thphr.Fr.147
• Morfología: [sg. ac. γύννιν D.C.59.29.2, Eust.380.11]
1 hombre afeminado, marica ποδαπὸς ὁ γ.; Ar.Th.136 (= A.Fr.61.1), οὐ γ. ... ὁ πύκτης del forzudo Amico, Theoc.22.69, de Alejandro εὐλαβοῦντο γὰρ μὴ γ. εἴη Thphr.l.c. (= Hieronym.Phil.38), δειλός τε οὕτω καὶ γ. ὤν D.C.46.22.3, ἄνανδρος ... καὶ γ. Ael.VH 12.12, cf. D.C.59.29.2, Ael.Fr.10, Clem.Al.Paed.3.3.23, Eus.VC 3.55, Hsch., Lib.Or.64.49, Eust.l.c. Sud., κατηγορία τοῦ Γύννιδος tít. de una diatriba perdida de Filóstrato de Lemnos, ref. a Heliogábalo, Philostr.VS 625
•tb. como adj. γ. τοξότης Plu.2.234e.
2 bot. equiseto, cola de caballo, Equisetum telmateia Ehrh., E. fluvitiale L., Ps.Dsc.4.46, 47.
• Etimología: Var. expresiva de γυνή q.u.
Greek Monolingual
γύννις (-ιδος), ο (Α)
θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γυν-, γυνή, με εκφραστικό, υποκοριστικό διπλασιασμό].