γυρός
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ά, όν,
A rounded, curved, crooked, γυρὸς ἐν ὤμοισι round- shouldered, Od.19.246, cf. D.H.14.10, Hymn.Is.29; κέρας, ἄγκιστρα, AP6.255 (Eryc.), 28 (Jul.); κόνις, of a tomb, ib.7.180 (Apollonid.); γ. πάλη, i.e. wrestling, Philostr.Gym.11: Comp. -ότερος Ael.NA4.34.
German (Pape)
[Seite 512] (entstanden aus γυαρός, verwandt γύης, γύαλον, γυῖα), gebogen, rund; Hom. einmal, Odyss. 19, 246 γυρὸς ἐν ὤμοισιν, rund in den Schultern, von runden Schultern, schwerlich tadelnd = bucklig; – sp. D.; γυρὰ νῶτα σφαίρας Synes. 1 (App. 92); γυρὰ χελιδὼν οἰκία πλάσσει Antip. Sid. 37 (X, 2); κέρας ταύρου Eryc. 3 (VI, 255); κόνις, Grabhügel, Apollonds. 29 (VII, 180); Ael. H. A. 14, 8 ὀδόντες; vgl. 4, 34.
Greek (Liddell-Scott)
γῡρός: -ά, -όν, στρογγύλος, γυρὸς ἐν ὤμοισι, ἔχων τοὺς ὤμους στρογγύλους, κυφός, Ὀδ. Τ. 246· συχνὸν ἐν τῇ Ἀνθ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
arrondi, rond;
Cp. γυρότερος.
Étymologie: DELG cf. γύαλον.
Spanish (DGE)
(γῡρός) -ά, -όν
• Alolema(s): fem. -ή AP 7.180 (Apollonid.); γορός Hsch.
1 curvo, encorvado, arqueadoref. un anciano γ. ἐν ὤμοισιν Od.19.246, cf. D.H.14.10, Hymn.Is.29 (Andros), Hsch., λέων Ael.NA 4.34, κέρας AP 6.255 (Eryc.), ἄγκιστρα AP 6.28 (Iul.Aegypt.)
•subst. τὸ γυρόν curvatura Vett.Val.104.21.
2 que describe una curva como pred. en círculo, alrededor ἀμφὶ δ' ἔμ' ὤλισθεν γ. κόνις AP l.c.
•agon. γυρὰ πάλη n. que recibe un tipo de lucha que hace curvarse los cuerpos, Philostr.Gym.11.
• Etimología: De *geHu̯ en grado ø y ū, cf. γύης.
Greek Monolingual
γυρός, -ά, -όν (Α)
στρογγυλός, κεκκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυρός ανάγεται σε ΙΕ gu-r- < gū- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» (πρδλ. γύαλον) με παρέκταση σε -ρ- (πρβλ. αρμ. kur-n «ράχη», kor «κυρτωμένος»).