Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἰσάλλομαι

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσάλλομαι Medium diacritics: εἰσάλλομαι Low diacritics: εισάλλομαι Capitals: ΕΙΣΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: eisállomai Transliteration B: eisallomai Transliteration C: eisallomai Beta Code: ei)sa/llomai

English (LSJ)

Ep. 3sg. aor. 2 ἐσᾶλτο:—

   A spring or rush into, ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν Il.12.438; πύλας καὶ τεῖχος ἐσᾶλτο 13.679, cf. 12.466 ; πύργον -όμενοι Pi.O.8.38 ; later ἐς. ἐς τὸ πῦρ leap into it, Hdt.2.66 ; εἰ. εἰς τὰ τείχη v.l. in X.Cyr.7.4.4 ; ἀνακειμένῳ εἰς τὸν αὐχέν' εἰσαλοίμην S.Fr.756 ; [εἰς ἀσκόν] upon a bladder, Eub.8 ; ἐπὶ κρατί μοι πότμος εἰσήλατο S.Ant.1345 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 740] (s. ἅλλομαι), hineinspringen; πυρὸς κρατῆρας εἰσήλατο, in den Krater, Ep. ad. (VII, 124); ἐς τὸ πῦρ Her. 2, 66; bei Hom, πύλας, τεῖχος εἰσᾶλτο, Il. 12, 466. 13, 679, εἰσήλατο τεῖχος 12, 438; dagegen anstürmen, πύργον Pind. Ol. 8, 38; εἰς τὰ τείχη εἰσήλατο Xen. Cyr. 7, 4, 4; Plut. Cleom. 21; ἐπὶ κρατί μοι πότμος δυσκόμιστος εἰσήλατο Soph. Ant. 1326, stürzte auf mich ein. Im aor. II., εἰς τὸν αὐχένα εἰσαλοίμην, Soph. frg. 695.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσάλλομαι: μέλλ. εἰσᾰλοῦμαι ἀόρ. β΄ (μετὰ τύπου παθ. ὑπερσυντ.) ἐσᾶλτο· ἀποθ.: ― εἰσπηδῶ, εἰσορμῶ, ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν Ἰλ. Μ. 438· πύλας καὶ τεῖχος ἐσᾶλτο Ν. 679, πρβλ. Μ. 466, Πινδ. Ο. 8. 50· βραδύτερον, ἐσάλλ. ἐς τὸ πῦρ Ἡρόδ. 2. 66· εἰσήλατο εἰς τὰ τείχη δι. γρ. ἐν Ξεν. Κύρ. 7. 4, 4, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 695· ἀσκὸν εἰς μέσον καταθέντες εἰσάλλεσθε Εὔβουλος ἐν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτον 1130· ἐπὶ κρατί μοι πότμος εἰσήλατο Σοφ. Ἀντ. 1345· πρβλ. ἐνάλλομαι.

French (Bailly abrégé)

f. εἰσαλοῦμαι, ao. εἰσηλάμην;
sauter dans ou sur, acc. ou εἰς et l’acc. ; fig. ἐπὶ κρατί τινι εἰσ. SOPH fondre sur la tête de qqn en parl. d’un malheur.
Étymologie: εἰς, ἅλλομαι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Il.12.438

• Morfología: [aor. ind. 3a sg. ἐσᾶλτο Il.12.466, 13.679]
1 saltar c. ac. ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν Il.12.438, πύλας καὶ τεῖχος ἐσᾶλτο Il.13.679, cf. 12.466, πύργον ἐσαλλόμενοι Pi.O.8.38.
2 c. εἰς y ac. u otro giro prep. caer sobre εἰς τὸν αὐχέν' εἰσαλοίμην S.Fr.756, οἱ δ' αἰέλουροι ... ἐσάλλονται ἐς τὸ πῦρ Hdt.2.66, ἀσκὸν εἰς μέσον ... εἰσάλλεσθε Eub.7
fig. ἐπὶ κρατί μοι πότμος ... εἰσήλατο S.Ant.1346.

Greek Monolingual

εἰσάλλομαι (Α)
1. ορμώ, πηδώ μέσα
2. πηδώ με ορμή πάνω σε κάτι.