ἐκπεύθομαι
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
A = ἐκπυνθάνομαι, A.Pers.955 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 772] poet. = ἐκπυνθάνομαι, Aesch. Pers. 916.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεύθομαι: ἐκπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 954· ἀλλ᾿ ἴδε Ἕρμαννον.
French (Bailly abrégé)
c. ἐκπυνθάνομαι.
Spanish (DGE)
enterarse de πάντα A.Pers.955.
Greek Monolingual
ἐκπεύθομαι (AM)
ζητώ, ρωτώ να μάθω.