ἐπιμεταπέμπομαι

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμεταπέμπομαι Medium diacritics: ἐπιμεταπέμπομαι Low diacritics: επιμεταπέμπομαι Capitals: ΕΠΙΜΕΤΑΠΕΜΠΟΜΑΙ
Transliteration A: epimetapémpomai Transliteration B: epimetapempomai Transliteration C: epimetapempomai Beta Code: e)pimetape/mpomai

English (LSJ)

   A send for a reinforcement, Th.6.21, 7.7.

German (Pape)

[Seite 962] nachkommen lassen, Thuc. 6, 21. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμεταπέμπομαι: Μέσ., πάλινμετέπειτα μεταπέμπομαι, ἢ ὕστερον ἐπιμεταπέμπεσθαι Θουκ. 6. 21., 7. 7.

French (Bailly abrégé)

mander de nouveau.
Étymologie: ἐπί, μεταπέμπομαι.

Greek Monolingual

ἐπιμεταπέμπομαι (Α)
καλώ επικουρία πάλι ή εν συνεχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μετα-πέμπομαι «στέλνω και καλώ κάποιον»].