ἐπιμεταπέμπομαι
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
send for a reinforcement, Th.6.21, 7.7.
German (Pape)
[Seite 962] nachkommen lassen, Thuc. 6, 21. 7, 7.
French (Bailly abrégé)
mander de nouveau.
Étymologie: ἐπί, μεταπέμπομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμεταπέμπομαι: воен. (затем) посылать за подкреплениями Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμεταπέμπομαι: Μέσ., πάλιν ἢ μετέπειτα μεταπέμπομαι, ἢ ὕστερον ἐπιμεταπέμπεσθαι Θουκ. 6. 21., 7. 7.
Greek Monolingual
ἐπιμεταπέμπομαι (Α)
καλώ επικουρία πάλι ή εν συνεχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μετα-πέμπομαι «στέλνω και καλώ κάποιον»].
Greek Monotonic
ἐπιμεταπέμπομαι: Μέσ., στέλνω και ζητώ ενίσχυση, ζητώ επικουρία, σε Θουκ.
Middle Liddell
Mid. to send for a reinforcement, Thuc.
Lexicon Thucydideum
denuo arcessere, to summon again, 6.21.2. 7.7.3.