ἐπικεντρίζω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A apply the spur, AP9.777 (Phil.). II. graft vines, Gp.5.17.11.
German (Pape)
[Seite 948] mit dem Stachel auf der Oberfläche berühren, ritzen, Philp. 50 (IX, 77). – Bei Geopon. pfropfen, = ἐγκεντρίζω.
French (Bailly abrégé)
1 aiguillonner;
2 greffer.
Étymologie: ἐπί, κεντρίζω.
Greek Monolingual
ἐπικεντρίζω (AM) κεντρίζω
μσν.
εγκεντρίζω, μπολιάζω κλήματα
αρχ.
κεντρίζω το άλογο με τον πτερνιστήρα.