ἐπιπάλλω
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
A brandish at or against, βέλη A.Ch.162 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 967] dazu schwingen, βέλη Aesch. Ch. 160; ἐπέπηλεν erkl. Hesych. ἐκλήρωσεν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπάλλω: πάλλω πρός τινα ἢ ἐναντίον τινός, βέλη Αἰσχύλ. Χο. 161. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπέπηλεν· ἐκλήρωσεν».
French (Bailly abrégé)
brandir.
Étymologie: ἐπί, πάλλω.
Greek Monolingual
ἐπιπάλλω (Α) πάλλω
1. κραδαίνω, πάλλω, τινάζω εναντίον κάποιου ή προς το μέρος του («βέλη ‘πιπάλλων Ἄρης», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπέπηλεν
ἐκλήρωσεν».