ἐπισυνδίδωμι
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
A rush in together, of streams, Plu.Aem.14.
German (Pape)
[Seite 987] (s. δίδωμι), nachgeben, sich nachsenken, Plut. Aemil. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυνδίδωμι: συνωθοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπισυνδιδόντων ὁλκῇ καὶ φορᾷ τοῦ θλιβομένου πρὸς τὸ κενούμενον Πλουτ. Αἰμιλ. 14.
French (Bailly abrégé)
se joindre à, s’ajouter à.
Étymologie: ἐπί, συνδίδωμι.
Greek Monolingual
ἐπισυνδίδωμι (Α)
(για ρεύμα) συνωθούμαι προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνδίδωμι «συνεισφέρω, απλώνομαι»].