εὐλείμων
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
( ἐϋ-), ον, gen. ονος,
A with goodly meadows, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐ. Od.4.607, cf. h.Ap.529, Hes.Fr.134.
German (Pape)
[Seite 1078] ον, mit schönen Wiesen, wiesenreich, Od. 4, 607; ἔαρος χάρις Paul. Sil. 57 (X, 15).
Greek (Liddell-Scott)
εὐλείμων: -ον, ἔχων καλοὺς λειμῶνας, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ.607, πρβλ. Ὁμ Ὑμν. εἰς Ἀπόλλ. 529, Ἡσιόδου Ἀποσπ. 39.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux belles prairies.
Étymologie: εὖ, λειμών.
English (Autenrieth)
with fair meadows, abounding in meadows, Od. 4.607†.
Greek Monolingual
εὐλείμων, -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐλείμων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειμών «λιβάδι»].