εὐνάσιμος
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
ον,
A good for sleeping in: εὐνάσιμα, τά, convenient sleeping-places, X.Cyn.8.4.
German (Pape)
[Seite 1082] ον, bequem zum Lager, Xen. Cyn. 8, 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνάσιμος: -ον, κατάλληλος ὅπως χρησιμεύσῃ ὡς εὐνή· εὐνάσιμα, τά, μέρη κατάλληλα πρὸς ὕπνον, Ξεν. Κυν. 8. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on peut se coucher.
Étymologie: εὐνή.
Greek Monolingual
εὐνάσιμος, -ον (Α) ευνάζω
1. ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κατάκλιση, για να κοιμάται κάποιος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐνάσιμα
άνετα μέρη, κατάλληλα για ύπνο.