εὐφωνία

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφωνία Medium diacritics: εὐφωνία Low diacritics: ευφωνία Capitals: ΕΥΦΩΝΙΑ
Transliteration A: euphōnía Transliteration B: euphōnia Transliteration C: effonia Beta Code: eu)fwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A goodness of voice, X.Mem.3.3.13, Arist.Pr.903b27; τόλμα καὶ εὐ., of an orator, Plu.2.838e.    2 excellence of tone, of horns, Arist. Aud.802b2.    II euphony, D.H.Comp.25, Quint.1.5.4, Demetr.Eloc.68.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 belle ou forte voix;
2 harmonie, nombre oratoire.
Étymologie: εὔφωνος.

Greek Monolingual

η (Α εὐφωνία) εύφωνος
1. διαύγεια, καθαρότητα στη φωνή, γλυκιά, μελωδική φωνήοὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ρώμῃ ὅσον φιλοτιμίᾳ», Ξεν.)
2. γραμμ. η αρμονική αλληλουχία τών φθόγγων («διὰ εὐφωνίαν τὸ σέξτης λέγεται ξέστης», Μέγα Ετυμολογικόν)
νεοελλ.
καλή εκφώνηση τών λέξεων, μουσικότητα και ευρυθμία λαλιάς, καλή προφορά
αρχ.
η ηχηρότητα της φωνής, ο ισχυρός ήχος («πολὺ δὲ καὶ ἡ ὄπτησις ἡ τῶν κεράτων συμβάλλεται καὶ πρὸς εύφωνίαν», Αριστοτ.).