ἠλασκάζω
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
lengthd. form of
A ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Il.18.281: c. acc. loci, h.Ap.142 codd. II shun, flee from, c. acc., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει Od.9.457 (v.l. ἠλυσκάζει).
German (Pape)
[Seite 1159] = Folgdm, von Menschen, Il. 18, 281 H. h. Apoll. 142, Schol. πλανώμενος. – Od. 9, 457 ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, er weicht meinem Zorne durch Entfliehen aus, meidet ihn, Schol. ἐκκλίνει; vgl. ἀλυσκάζω u. Nitzsch zur Stelle, der richtig Passow's Vermuthung, daß vielleicht ἠλυσκάζει zu schreiben sei, zurückweis't.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλασκάζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἠλάσκω, ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων Ἰλ. Σ. 281· μετ’ αἰτ. τόπου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Ι. 457, μετ’ αἰτ., ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, ἐκφεύγει, ἀποφεύγει τὴν ὁργὴν μου, ἐκτὸς ἂν πρέπῃ νὰ ἀναγνωσθῇ ἠλυσκάζει, Ἰων ἀντὶ ἀλυσκάζει, πρβλ. Herm. Ὀρφ. Ἀργ. 439.
French (Bailly abrégé)
1 errer çà et là;
2 tr. fuir, éviter, acc..
Étymologie: ἠλάσκω.
English (Autenrieth)
(ἠλάσκω): wander about; trans., ἐμὸν μένος, ‘try to escape’ by dodging, Od. 9.457.
Greek Monolingual
ἠλασκάζω και ἠλυσκάζω (Α)
1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», Ομ. Ιλ.)
2. ξεφεύγω, αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ηλάσκω].