ἡδυπότης

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυπότης Medium diacritics: ἡδυπότης Low diacritics: ηδυπότης Capitals: ΗΔΥΠΟΤΗΣ
Transliteration A: hēdypótēs Transliteration B: hēdypotēs Transliteration C: idypotis Beta Code: h(dupo/ths

English (LSJ)

ου,

   A fond of drinking, epith. of Dionysus, AP9.524.8, cf. Hedyl. ap.Ath.4.176d, Man.4.493.    II furnishing sweet drink, ἄμπελος Nonn.D.12.249.

German (Pape)

[Seite 1154] ὁ, behaglich trinkend, Dionysus, Anth. (IX, 524); ὁ ἐν ἀκράτοις Hedyl. 12 (App. 34); vgl. Man. 4, 493.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπότης: -ου, πίνων ἡδέως, φιλοπότης, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524. 8, παραρτ. 34.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
convive aimable.
Étymologie: ἡδύς, πίνω.

Greek Monolingual

ἡδυπότης, ὁ (Α)
1. (επίθ. του Διονύσου) αυτός που του αρέσει το ποτό, λάτρης του ποτού, φιλοπότης
2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πότης (< πίνω), πρβλ. οινο-πότης συμ-πότης.