ἰλιγγιάω

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλιγγιάω Medium diacritics: ἰλιγγιάω Low diacritics: ιλιγγιάω Capitals: ΙΛΙΓΓΙΑΩ
Transliteration A: ilingiáō Transliteration B: ilingiaō Transliteration C: iliggiao Beta Code: i)liggia/w

English (LSJ)

[ῑ],

   A become dizzy, lose one's head, as when one looks down from a height, ἰλιγγιῶν ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht.175d; from drunkenness, ψυχὴ ἰ. ὥσπερ μεθύουσα Id.Phd.79c; ἰ. κάρα λίθῳ πεπληγμένος Ar.Ach.1218; ἰ. καὶ χασμᾶσθαι Phld.Rh.2.176S.; from perplexity, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Pl.Prt.339e; ἰ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας Id.Ly.216c; ὑπὸ τοῦ δέους Ar.Ach.581; ἐπί τινι Luc.Tox.30; πρὸς τὴν θέαν Hld.5.6:—also written εἰλιγγιάω, freq. in codd. of Pl., cf. AP7.706 (Diog.), Plu.Alex.74; ἰλ- Phld. l.c.; εἰλιγγιάω but ἴλιγγος acc. to Sch.Ar.Ach.581, Suid. s.v. εἰλιγγιῶ.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλιγγιάω: ῐλ, αἰσθάνομαι σκοτοδινίαν, ζάλην ὡς ὅταν βλέπῃ τις ἀφ’ ὑψηλοῦ μέρους πρὸς τὰ κάτω, ἰλιγγιῶν ἀφ’ ὑψηλοῦ κρεμασθεὶς Πλάτ. Θεαίτ. 175D· ἐκ μέθης, ἰλ. ὥσπερ μεθύουσα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 79C· ὑπὸ μέθης Κλήμ. Ἀλ. 187· ἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 1218· ἕνεκα περιπλοκῶν ἢ δυσκολίας, ἐσκοτώθην καὶ ἰλιγγίασα Πλάτ. Πρωτ. 339Ε· ἰλ. ὑπὸ τῆς τοῦ λόγου ἀπορίας ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 216C· ὑπὸ τοῦ δέους Ἀριστοφ. Ἀχ, 581· ἐπί τινι Λουκ. Τοξ. 30· πρὸς τὴν θέαν Ἡλιόδ. 5. 6. - Ὡσαύτως φέρεται: εἰλιγγιάω Κλήμ Ἀλ. ἔνθ. ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 706, Σουΐδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰλιγγιῶν· τὸ ἐσκοτῶσθαι. καὶ δοκεῖν περιφέρεσθαι, κύκλῳ συστρέφεσθαι», προσέτι, «ἰλιγγιῶν, συστροβεῖσθαι, σκοτοῦσθαι».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 avoir le vertige, particul. par l’effet de l’ivresse;
2 fig. être troublé, bouleversé : ὑπό τινος, ἐπί τινι, par l’effet de qch.
Étymologie: ἴλιγγος.