κατάβα
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Greek (Liddell-Scott)
κατάβα: ἀντὶ κατάβηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ καταβαίνω.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. ao.2 att. de καταβαίνω.
Greek Monolingual
(I)
κατάβα(ν) και κατέβα, τὸ (Μ)
κατέβασμα, κάθοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του καταβαίνω.———————— (II)
κατάβα (Α)
(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' αντί κατάβηθι)
κατέβα.