κέδρινος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέδρῐνος Medium diacritics: κέδρινος Low diacritics: κέδρινος Capitals: ΚΕΔΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kédrinos Transliteration B: kedrinos Transliteration C: kedrinos Beta Code: ke/drinos

English (LSJ)

η, ον, (κέδρος)

   A of cedar, θάλαμος Il.24.192; δόμοι E.Alc.160; ξύλα IG11(2).161 D92 (Delos, iii B.C.); ξυλεία Plb. 10.27.10; φατνώματα J.BJ5.5.2; τῶν ξύλων τὰ κ. Thphr.HP5.9.8.    2 made from κεδρελάτη, ἔλαιον Hp.Mul.1.78, Arist.HA583a23; οἶνος Dsc.5.36.    3 κέδρινον, τό, orange-coloured dye, PHolm. 21.30.

German (Pape)

[Seite 1411] von Cederholz; θάλαμος Il. 24, 192; δόμοι Eur. Alc. 158; ξύλα D. Sic. 19, 58; ξυλεία Pol. 13, 5, 11; τὸ κέδρινον, Cederöl, Hippocr.; vgl. Arist. H. A. 7, 3; κέδρινος οἶνος, = κεδρίτης, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κέδρῐνος: -η, -ον, (κέδρος) ἐκ κέδρου, θάλαμος Ἰλ. Ω. 192· δόμοι Εὐρ. Ἄλκ. 160· ξυλεία Πολύβ. 10. 27, 10. 2) παρεσκευασμένος ἐκ κέδρου, ἔλαιον Ἱππ. 574. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 2· οἶνος κέδρ. (ὅστις καὶ κεδρίτης λέγεται) Διοσκ. 5. 45 καὶ 47.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cèdre, de bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α κέδρινος -ίνη, -ον) κέδρος
1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα»)
2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον
πάπ. το πορτοκαλί χρώμα.