μεγαλόφωνος

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόφωνος Medium diacritics: μεγαλόφωνος Low diacritics: μεγαλόφωνος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: megalóphōnos Transliteration B: megalophōnos Transliteration C: megalofonos Beta Code: megalo/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A loudvoiced, Hp.Epid.6.4.19 (Sup.), Arist.GA787a12, Pr.899a9: Comp. -ότερος Luc.Bis Acc.11: Sup. -ότατος D.S.11.34. Adv. -νως Poll. 2.113, Suid. s.v. τορόν.    2 loud-talker, bawler, D.19.238.    3 grandiloquent, Philostr.VS2.10.1; ποιητής Id.Ep.16; ὁ -ότατος, of Pindar, Ath.13.564d; of Homer, Luc.Musc.Enc.5.

German (Pape)

[Seite 108] mit großer, starker, lauter Stimme; D. Sic. 11, 34; Luc. Merc. cond. 23; im compar., bis accus. 11; Plut. Cat. min. 5; καὶ ἀναιδεῖς, Schreier, Dem. 19, 238; im guten Sinne, vom erhabenen Ausdruck, Platon, Plut. plac. phil. 1, 7. – Adv., Schol. Aesch. Ag. 26.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην φωνήν, Ἱππ. 1180G, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7 κἑξ.· ἐπίθ. -ότατος Διόδ. 11. 34· ἐπίρρ. -νως, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 26, κτλ. 2) ὁ μεγαλοφώνως ὁμιλῶν, «φωνακλᾶς», Δημ. 415. 15. 3) μεγαλορρήμων, Φιλόστρ. 518· μεγαλοφωνότατος, ἐπὶ τοῦ Πινδάρου, Ἀθήν. 564D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage élevé ou sublime.
Étymologie: μέγας, φωνή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόφωνος, -ον)
1. αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος
2. αυτός που μιλάει δυνατά
αρχ.
(ιδίως για ποιητές) μεγαλήγορος, μεγαλοπρεπής («ὁ μεγαλοφωνότατος Πίνδαρος», Αθήν.).
επίρρ...
μεγαλοφώνως και -α (ΑM μεγαλοφώνως)
με μεγάλη, δυνατή φωνή, δυνατά («απήγγειλε μεγαλοφώνως», Παπαδιαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερό-φωνος, φερέ-φωνος].