ὄγδοος
English (LSJ)
η, ον,
A eighth, Il.7.223, etc. ; ὀγδόη (sc. ἡμέρα), ὀγδόῃ τῆς πρυτανείας IG12.374.416 ; ὀγδόῃ Πυανεψιῶνος Plu.Thes.36. [ὄγδοον as disyll., Od.7.261 = 14.287 (s. v. l.) : ὄγδος late spelling in Ostr.922, etc.]
German (Pape)
[Seite 290] der achte, Hom. ll. 7, 223 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὄγδοος: -η, -ον, (ἴδε ἐν λέξ. ὀκτώ), ὡς καί νῦν, Λατιν. octavus, Ὅμ., κλ.: ὀγδόη (ἐξυπακ. ἡμέρα), ὀγδόῃ Πυανεψιῶνος Πλουτ. Θησ. 36. [ὄγδοον ὡς δισύλλ., Ὀδ. Η. 261]. - Ὄγδοος, μὴν Φωκέων, ἀντιστοιχῶν τῷ Δελφῶν Ἡρακλείῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν, W. et F. 82. 222.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
huitième.
Étymologie: ὀκτώ.
English (Slater)
ὄγδοος
1 eighth παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας (sc. ἀπὸ Βάττου τοῦ πρώτου Σ.) (P. 4.65)
English (Strong)
from ὀκτώ; the eighth: eighth.
English (Thayer)
ὀγδη, ὀγδον (from Homer down), the eighth: our who has seven other companions, who with others is the eighth, δέκατος, with nine others, Matthiae, § 469,9; Viger. edition, Herm., p. 72 f and 720f; Winer s Grammar, § 37,2; (Buttmann, 30 (26)).