Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὄρχος

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρχος Medium diacritics: ὄρχος Low diacritics: όρχος Capitals: ΟΡΧΟΣ
Transliteration A: órchos Transliteration B: orchos Transliteration C: orchos Beta Code: o)/rxos

English (LSJ)

ὁ,

   A a row of vines or fruit-trees, παρὰ νείατον ὄ. Od.7.127, cf. 24.341, Hes.Sc.296 ; ὄρχους ἐπέκειρεν ὀδόντι, of a boar, B.5.108 ; ἀμπελίδος ὄ. Ar.Ach.995 ; ἡμερίδων ὄρχους IG14.1389 ii 23 ; οὐκ ὀρθῶς τοὺς ὄ. ἐφύτευσεν X.Oec.20.3 ; φυτεύουσι . . αὐτὸ κατ' ὄρχους Thphr.HP 4.4.8.    II ὀρχός, = ταρσός, rim of eyelid, Poll.2.69. (Wrongly derived by Sch.Theoc.1.48 from ὀρύσσω and glossed by βόθρος.)

German (Pape)

[Seite 390] ὁ (εἴργω, ἕρκος), ein Gehege, ein umzäunter Raum, der bepflanzt ist, Garten, Weingarten; Od. 7, 127. 24, 341; Hes. Sc. 296; ἀμπελίδος, Ar. Ach. 959; Xen. oec. 20, 3 u. Sp., wie Theophr. Nach Anderen mit ἄρχω (vgl. ὄρχαμος) od. mit ὀρθός zusammenhangend u. eigtl. eine Reihe bedeutend. – Nach den Gramm. auch Grube, Gruft, nach Schol. Theocr. 1, 48 bes. zur Pflanzung eines Absenkers, für ὄρυχος.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρχος: ὁ, σειρὰ κλημάτων ἢ καρποφόρων δένδρων, παρὰ νείατον ὄρχον Ὀδ. Η. 127, πρβλ. Ω. 341, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 296· ὄρχος ἀμπελίδος Ἀριστοφ. Ἀχ. 995· ἡμερίδων ὄρχους Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 82· οὐκ ὀρθῶς τοὺς ὄρχους ἐφύτευσαν Ξεν. Οἰκ. 20. 3· φυτεύουσι ... αὐτὸ κατ’ ὄρχους Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 8· - ὄρχατος εἶναι τύπος περιληπτικός· πρβλ. ὡσαύτως τὸ ὄρχαμος. ΙΙ. παρὰ γραμμ. ὡσαύτως = ὄρυγμα.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
rangée d’arbres ou de ceps de vigne, allée plantée d’un verger ou d’un vignoble.
Étymologie: ἔρχομαι, sel. d’autres de ὀρέγω.

English (Autenrieth)

row of vines, Od. 7.127 and Od. 24.341.

Greek Monolingual

ὀρχός, ὁ (Α)
το άκρο τών βλεφάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος, με καταβιβασμό του τόνου].