παλαιότης

From LSJ
Revision as of 18:09, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιότης Medium diacritics: παλαιότης Low diacritics: παλαιότης Capitals: ΠΑΛΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: palaiótēs Transliteration B: palaiotēs Transliteration C: palaiotis Beta Code: palaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A age, π. καὶ πλῆθος ἐτῶν Aeschin.2.42; of seeds, Thphr.HP7.1.6.    2 more freq. antiquity, obsoleteness, π. γὰρ τῷ λόγῳ γ' ἔνεστί τις E.Hel.1056; ὑπὸ παλαιότητος Pl.Cra.421d; εἴτε π. εἴτε σαπρότης Id.R.609e; π. γράμματος, opp. καινότης πνεύματος, Ep.Rom.7.6; in Lit. Crit., D.H.Rh.10.19.

German (Pape)

[Seite 445] ητος, ἡ, das Alter, die Alterthümlichkeit, das Langehersein; παλαιότης γὰρ τῷ λόγῳ γ' ἔνεστί τις, Eur. Hel. 1061; Plat. Crat. 421 d; neben σαπρότης, Rep. X, 609 f; καὶ πλῆθος ἐτῶν, Aesch. 2, 42; Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιότης: -ητος, ἡ, ἀρχαιότης, ἀπηρχαιωμένος χαρακτήρ, π. γὰρ τῷ λόγῳ γ’ ἔνεστί τις Εὐρ. Ἑλ. 1056· ὑπὸ παλαιότητος Πλάτ. Κρατ. 421D· εἴτε π. εἴτε σαπρότης ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 609F· - ἐπὶ προσώπων, Αἰσχίν. 33. 34.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
antiquité, ancienneté.
Étymologie: παλαιός.

English (Strong)

from παλαιός; antiquatedness: oldness.

English (Thayer)

παλαιοτητος, ἡ (παλαιός), oldness: γράμματος, the old state of life controlled by 'the letter' of the law, καινότης, and γράμμα, 2c. (Euripides), Plato, Aeschines, Dio Cassius, 72,8.)