παραξέω
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
A graze or rub in passing, AP7.478 (Pass., Leon.), Hld.5.32 ; τὸν ὁρίζοντα Procl.Hyp.7.46. 2 make smooth, IG7.3073.140 (Lebad.) :—Med., παραξεσάμενον ib.22.1666B86. II keep close to, ἑαυτόν τισι Eun.VSp.495 B. : generally, imitate, Eust.1097.24.
German (Pape)
[Seite 492] (s. ξέω), an der Seite, im Vorbeigehen streifen, abreiben; τάφος αἰὲν ἁμαξεύοντος ὁδίτεω ἄξονι καὶ τροχιῇ λιτὰ παραξέεται, Leon. Tar. 67 (VII, 478); ὦμον, Hel. 5, 32; – sich einer Sache eng anschließen, davon herrühren, eigtl. daran abgerieben sein, ἐκ τούτων ἡ παροιμία παρέξεσται, Eust.; nachahmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραξέω: μέλλ. -έσω, πλαγίως ἢ ἐπιπολαίως ξέω, τρίβω, ὡς τὸ παρατρίβω, Ἀνθ. Π. 7. 478, Ἡλιόδ. 5. 32· ἐπὶ τοῦ ξίφους, τὸ ἐλαφρῶς τραυματίζον, τὸν χρῶτα Ἄννα Κομν. 1. 213, 9. ΙΙ. πλησιάζω πρός τι, προσεγγίζω, τινι Εὐνάπ. 97 Boisson.· - ἀκολούθως καθόλου, μιμοῦμαι, τι Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 524, πρβλ. παραξύω.
French (Bailly abrégé)
1 gratter de côté ou légèrement, acc. ; effleurer légèrement;
2 s’attacher à, suivre de près, τινι ; fig. imiter.
Étymologie: παρά, ξέω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ξύνω κάτι πλαγίως ή επιφανειακά
2. τραυματίζω ελαφρά («παραξέειν τὸν χρῶτα», Άνν. Κομν.)
3. πλησιάζω, προσεγγίζω κάποιον
4. μιμούμαι («ἐντεῡθεν Σοφοκλῆς παραξέσας ποιεῑ τὸν Οἰδίποδα λέγοντα...», Ευστ.)
αρχ.
κάνω κάτι λείο, λειαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ξέω «χαράσσω, λειαίνω»].