πάροχος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροχος Medium diacritics: πάροχος Low diacritics: πάροχος Capitals: ΠΑΡΟΧΟΣ
Transliteration A: párochos Transliteration B: parochos Transliteration C: parochos Beta Code: pa/roxos

English (LSJ)

(A), ὁ, (ὄχος)

   A one who sits beside another in a chariot, Hsch., Suid.; esp. of the groomsman in wedding ceremonies, hence of Ἔρως, Ζηνὸς π. γάμων τῆς τε . . Ἥρας Ar.Av.1740 ; π. καὶ νυμφαγωγὸς συμπαρέστη Luc.Herod.5.
πάροχος (B), ὁ, (παρέχω)

   A provider, c. gen., Porph.Abst.2.12 (pl.) : gloss on πρόξενος, Sch.Ar.Pl.182.    II π., οἱ, in the Roman provinces, those who supplied public officers with necessaries, Hor.Sat.1.5.46, cf. IG5(1).209.30 (Sparta, i B.C.) : metaph., Cic.Att.13.2a.2.

German (Pape)

[Seite 528] darreichend, gebend, bes. ὁ πάροχος, der auf dem Marsche den Kriegern das Nöthige giebt, der die Kosten wozu hergiebt, Sp. ὁ, der mit auf dem Wagen Sitzende, Mitfahrende, bes. der παράνυμφος, VLL. erkl. παράπομπος u. ä., Ar. Av. 1740 u. Sp., wie Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πάροχος: ὁ, (ὄχος) ὁ καθήμενος πλησίον ἑτέρου ἐπὶ ὀχήματος, ὁ παροχούμενος, Σουΐδ., Ἡσύχιος· «πάροχοι λέγονται καὶ οἱ παράνυμφοι, παρὰ τὸ παροχεῖσθαι τοῖς νυμφίοις· ἐπ’ ὀχήματος γὰρ τὰς νύμφας ἦγον» Σουΐδ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1740, Φώτ., ὅθεν ὁ Ἔρως καλεῖται «Ζηνὸς πάροχος γάμων», ὁ δ’ ἀμφιθαλὴς Ἔρως χρυσόπτερος ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους, Ζηνὸς πάροχος γάμων τῆς τ’ εὐδαίμονος Ἥρας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1737· πάροχος δὲ καὶ νυμφαγωγὸς Ἡφαιστίων παρέστη δᾷδα καιομένην ἔχων Λουκ. Ἡρόδοτος 5. 2) π. ἵππος = παρήορος, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 4.

French (Bailly abrégé)

2ου (ὁ) :
fournisseur de vivres aux agents qui voyageaient pour le service public.
Étymologie: παρέχω.

Greek Monolingual

(I)
ό ΜΑ
1. αυτός που κάθεται δίπλα σε άλλον στο κάθισμα οχήματος
2. ο παράνυμφος, ο κουμπάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄχος «όχημα, άρμα (πρβλ. έπ-οχος)].———————— (II)
-ον, ΜΑ παρέχω
χορηγός, προμηθευτής, δωρητής («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν», Ωριγ.)
αρχ.
1. πρόξενος, εκπρόσωπος πόλης-κράτους
2. (στην αρχ. Ρώμη) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πάροχοι
αυτοί που χορηγούσαν στους περιοδεύοντες δημόσιους λειτουργούς τα απαραίτητα εφόδια
3. αυτός που φιλοξενεί κάποιον περαστικό, κάποιον ταξιδιώτη.