πλουτοδότης

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτοδότης Medium diacritics: πλουτοδότης Low diacritics: πλουτοδότης Capitals: ΠΛΟΥΤΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: ploutodótēs Transliteration B: ploutodotēs Transliteration C: ploutodotis Beta Code: ploutodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A giver of riches, Hes.Op.126; θεός Ph. 1.232; ἥρωνι π. Arch.Anz.45.147 (Chios); epith. of Dionysus, Poet. ap.Sch.Ar.Ra.482; of Zeus, Orph.H.73.4; of Zeus-Helios-Sarapis, Not.Scav.1912.323; of Pluto, Luc.Tim.21:—in form πλουτο-δώτης, ου, ὁ, epith. of Men, BCH23.389.

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, Reichthumgeber, Vermögengeber; Hes. op. 128; Luc. Tim. 21.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτοδότης: -ου, ὁ, ὁ δίδων πλοῦτον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἥμ. 125· ὄνομα τοῦ Διονύσου, Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 482· «ὡσαύτως τοῦ Πλούτωνος, Λουκ. Τίμ. 21· θηλ. -δότις, -ιδος, ἐλευθέριος, μεγαλόδωρος, χεὶρ Βυζ.· ― οὕτω πλουτο-δοτήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 525, 17· πλουτο-δότειρα, ἡ, θηλ. τοῦ πλουτο-δοτήρ, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 3, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui donne la richesse, qui enrichit.
Étymologie: πλοῦτος, δίδωμι.

Spanish

dador de riquezas

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Α
αυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει αγαθά
αρχ.
1. προσωνυμία του Διονύσου
2. προσωνυμία του Διός
3. προσωνυμία του ΗλίουΣαράπιδος
4. προσωνυμία του Πλούτωνος
5. (και στον τ. πλουτοδώτης) προσωνυμία του Μηνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο-δότης.