πολύτλητος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτλητος Medium diacritics: πολύτλητος Low diacritics: πολύτλητος Capitals: ΠΟΛΥΤΛΗΤΟΣ
Transliteration A: polýtlētos Transliteration B: polytlētos Transliteration C: polytlitos Beta Code: polu/tlhtos

English (LSJ)

ον,

   A having borne much, miserable, γέροντες Od.11.38, cf. Orph.Fr.354, Q.S.1.135, al.; also ὠδίνεσσι πολυτλήτοισι Id.11.25; γῆρας Id.2.341.

German (Pape)

[Seite 675] Vieles erduldet od. bestanden habend, γέροντες, Od. 11, 38; βροτοί, unglücklich, Maneth. 2, 398; – auch πολυτλήτη, Qu. Sm. 11, 25.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτλητος: -ον, (τλῆναι) ὁ πολλὰ ὑπομείνας, ἄθλιος, ἐλεεινός, (πρβλ. πολύτλας), γέροντες Ὀδ. Λ. 38· ὡσαύτως, ὠδίνεσσι πολυτλήτῃσι Κόϊντ. Σμ. 11. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup souffert.
Étymologie: πολύς, τλάω.

English (Autenrieth)

having endured or suffered much, Od. 11.38†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που υπέστη πολλές δοκιμασίες, πολλά βάσανα
2. άθλιος, ελεεινός («γήραϊ πολυτλήτῳ βεβάρητο», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τλητός (πρβλ. βαρύ-τλητος)].