πολυκαρπία

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκαρπία Medium diacritics: πολυκαρπία Low diacritics: πολυκαρπία Capitals: ΠΟΛΥΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: polykarpía Transliteration B: polykarpia Transliteration C: polykarpia Beta Code: polukarpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A abundance of fruit, IG12.76.45, X.Mem.3.14.3, Thphr.CP4.8.1, Sammelb.6944.14 (Edict. Hadriani), Sm.Ps.64(65).10.

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, Reichthum an Früchten; Xen. Mem. 3, 14, 3; Ggstz ἀκαρπία, Plut. consol. Apoll. p. 319.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρπῶν, εὐκαρπία, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 3, Θεόφρ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
abondance de fruits.
Étymologie: πολύκαρπος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πολύκαρπος
1. αφθονία καρπών
2. ευφορία, γονιμότηταὅταν... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», Ξεν.)
νεοελλ.
φαινόμενο κατά το οποίο ένα φυτό ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του.