προσεγκελεύομαι
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
Med.,
A exhort besides, τινι Plu.Alex.10. II σαλπιγκταὶ μέλος π. play a rousing tune, Id.Aem.33.
German (Pape)
[Seite 757] (s. κελεύω), noch dazu ermuntern, zureden, Plut. Alex. 10.
Greek (Liddell-Scott)
προσεγκελεύομαι: Μεσ., ἐγκελεύομαι, παρακινῶ προσέτι, τινα Πλουτ. Αἰμίλ. 33· τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 10.
French (Bailly abrégé)
presser par des exhortations, acc..
Étymologie: πρός, ἐγκελεύομαι.
Greek Monolingual
Α
παρακινώ παραπέρα, προτρέπω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐγκελεύομαι «προτρέπω, διατάσσω, παραγγέλλω, σαλπίζω έφοδο»].