ὑπάγγελος
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
ον,
A summoned by a messenger, οὐκ ἄκλητος, ἀλλ' ὑ. A.Ch.838.
German (Pape)
[Seite 1179] vom Boten gerufen od. geholt; ἥκω μὲν οὐκ ἄκλητος, ἀλλ' ὑπάγγελος Aesch. Ch. 825.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάγγελος: -ον, ὁ ὑπ’ ἀγγέλου κληθείς, οὐκ ἄκλητος, ἀλλ’ ὑπ. Αἰσχύλ. Χο. 838, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 287 καὶ Τραχ. 391.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
averti ou appelé par un messager.
Étymologie: ὑπό, ἄγγελος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ειδοποιήθηκε με αγγελιαφόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἄγγελος.