ὑπώροφος
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ον, = foreg., E.El.1166, Ph.299, HF107 (all lyr.), Call. Iamb.1.414; of a swallow's nest,
A under the eaves, AP10.2 (Antip. Sid.): c. dat., ὑ. τῷ ἀνδρί Berl.Sitzb.1927.164 (Cyrene).
German (Pape)
[Seite 1242] = Vorigem; μέλαθρα Eur. Phoen. 306; χελιδών Antp. Sid. 37 (X, 2); – βοὰ ὑπώροφος, ein Ton, wie der der Rohrpfeife, sanft, leise, von ὄροφος = κάλαμος, Eur. El. 1166; s. Lob. zu Phryn. 706.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπώροφος: ον = τῷ προηγ., Εὐρ. Ἠλ. 1166, Φοίν. 299, Ἡρ. Μαιν. 107· ὑπ. οἰκία, ἡ ὑπὸ τὸ γεῖσον φωλεὰ τῆς χελιδόνος, Ἀνθ. Παλατ. 10. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ὑπωρόφιος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπώροφος, -ον, ΝΜΑ
στεγασμένος
αρχ.
φρ. α) «ὑπώροφος οικία»
(στην ποίηση) φωλιά χελιδονιού στο γείσο οροφής (Ανθ. Παλ.)
β) «ὑπώροφος βοή» — ανάλαφρος ήχος, όπως ο ήχος του καλαμένιου αυλού (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. πολυ-ώροφος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].