ἀναβιώσκομαι

From LSJ
Revision as of 18:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβῐώσκομαι Medium diacritics: ἀναβιώσκομαι Low diacritics: αναβιώσκομαι Capitals: ΑΝΑΒΙΩΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: anabiṓskomai Transliteration B: anabiōskomai Transliteration C: anavioskomai Beta Code: a)nabiw/skomai

English (LSJ)

as Pass.,

   A = ἀναβιόω (q. v.), Pl.Phd.71e, al., Aristid.Or.20(21).19, Hierocl. in CA26p.479M.: pf. inf. -βεβιῶσθαι Sannyr.3 D.: aor. part. -βιωθεῖσα Philostr.V A4.45.    II causal of ἀναβιόω, bring back to life, ἀποκτεινύντων καὶ ἀναβιωσκομένων Pl.Cri.48c: aor. inf. ἀναβιώσασθαι Phd.89b: fut. ἀναβιώσῃ τὴν μυῖαν Ael.NA2.29: later in Act., ἀναβιώσκω Them. Or.8.115c, Sch.E.Alc.1; Act. ἀναβιώσκω( = ἀναβιόω) only interpol. in Polyaen.6.38.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβιώσκομαι: ὡς παθ., = ἀναβιόω (ὃ ἴδε), Πλάτ. Φαίδων 71E, 72C, Δ. Συμπ. 203E, Πολιτ. 271B. ΙΙ. ὡς ἀποθ., ἐνεργητικὸν τοῦ ἀναβιόω (πρβλ. βιώσκομαι), ἐπαναφέρω εἰς τὴν ζωήν, ἀναζωοποιῶ, ἀποκτιννύντων και ἀναβιωσκομένων Πλάτ. Κριτ. 48C· ἀόρ. ἀνεβιωσάμην ὁ αὐτ. Φαίδων 89B: οὕτως ἐν τῷ ἐνεργητικῷ ἀναβιώσκω Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 1· μέλλ. ἀναβιώσεις τὴν μυῖαν Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 29: ἀόρ. ἀνεβίωσα Παλαίφ. 41.

French (Bailly abrégé)

1 au sens Act. (seul. prés. et ao. ἀνεβιωσάμην) rappeler à la vie;
2 au sens Pass. être rappelé à la vie, revivre.
Étymologie: ἀναβιόω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tb. tard. act.]
I intr.
1 revivir, resucitar Pl.Phd.71e, Cri.48c, Plt.271b, Plot.4.6.3
tb. act. volver a la vida οἱ ἀποθνῄκοντες ... ἀναβιώσκουσι Polyaen.6.38.2.
2 volver a brotar de las hojas, Thphr.HP 4.14.12.
II act. tr. renovar (δόξα ἀγαθή) τὸν Μάρκον Them.Or.8.115c, cf. Sch.E.Alc.1.

Greek Monolingual

ἀναβιώσκομαι (Α) (μτγν. και ενεργ. ἀναβιώσκω)
1. (ενεργ. και παθ.) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ
2. επαναφέρω στη ζωή, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βιώσκομαι.

Greek Monotonic

ἀναβιώσκομαι: ως Παθ.,
I. = ἀναβιόω, σε Πλάτ.
II. ως αποθ. του ἀναβιόω, επαναφέρω στην ζωή, στον ίδ.· αόρ. αʹ ἀνεβιωσάμην, στον ίδ.