περισοφίζομαι

From LSJ
Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισοφίζομαι Medium diacritics: περισοφίζομαι Low diacritics: περισοφίζομαι Capitals: ΠΕΡΙΣΟΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: perisophízomai Transliteration B: perisophizomai Transliteration C: perisofizomai Beta Code: perisofi/zomai

English (LSJ)

   A overreach, cheat, τινα Ar.Av.1646.

German (Pape)

[Seite 591] überlisten, betrügen, Ar. Av. 1646.

Greek (Liddell-Scott)

περισοφίζομαι: ἀποθετ., ἐξαπατῶ, ἀπατῶ, τινα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1646.

French (Bailly abrégé)

tromper par des sophismes.
Étymologie: περί, σοφίζομαι.

Greek Monolingual

Α
απατώ, εξαπατώ κάποιον («οἴμοι, τάλας, οἷόν σε περισοφίζεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σοφίζομαι «επινοώ κάτι με πανουργία, μηχανεύομαι»].

Greek Monotonic

περισοφίζομαι: αποθ., εξαπατώ, κοροϊδεύω, σε Αριστοφ.