κοινογονία
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ,
A mixing of breeds, opp. ἰδιογονία, ib.d.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliche Zeugung verschiedener Gattungen, wie des Pferdes u. Esels, Plat. Polit. 265 d, Ggstz ἰδιογονία.
Greek (Liddell-Scott)
κοινογονία: ἡ, ἡ διὰ τῆς μίξεως κοινὴ γονιμοποίησις δύο διαφόρων γενῶν, οἷον τοῦ ἵππου καὶ τοῦ ὄνου, ἀντίθετ. τῷ ἰδιογονία, Πλάτ. Πολιτ. 265D.
Greek Monolingual
κοινογονία, ἡ (Α)
η γονιμοποίηση με μίξη δύο διαφορετικών ειδών, όπως του αλόγου και του γαϊδάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γονία (< -γονος < γόνος), πρβλ. αγαθο-γονία, αρχαιο-γονία].