τετραπλάσιος

From LSJ
Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπλᾰσιος Medium diacritics: τετραπλάσιος Low diacritics: τετραπλάσιος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: tetraplásios Transliteration B: tetraplasios Transliteration C: tetraplasios Beta Code: tetrapla/sios

English (LSJ)

α, ον,

   A fourfold, four times as much, Pl.R.369e, al.; τὸ τ. μέρος OGI665.30 (Egypt, i A.D.): c. gen., four times as large as, ἧπαρ τ. τοῦ βοείου Arist.HA508a1: τὴν τ. (sc. ζημίαν) τίνειν pay a fourfold penalty, Pl.Lg.878c (τριπλασίαν Orelli), cf. 756e. Adv. -ίως Sm.2 Ki.12.6.

German (Pape)

[Seite 1098] vierfach, viermal so viel wie, τινός, Plat. Legg. IX, 878 c u. öfter, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, τέσσαρας φορὰς μεγαλείτερος, Λατ. quadruplex, Πλάτ. Πολ. 369Ε, κ. ἀλλ.˙ μετὰ γεν., τετράκις μεγαλείτερός τινος, ἧπαρ τετρ. τοῦ βοείου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 16˙ - τὴν τετραπλασίαν (ἐξυπακ. τιμὴν) ἐκτίνειν, quadruplum solvere, Πλάτ. Νόμ. 878C, πρβλ. 765Ε. -Ἐπίρρ. -ίως, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
quadruple.
Étymologie: τέσσαρες, -πλάσιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / τετραπλάσιος, -ία, -ον, ΝΑ
ο τέσσερεις φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος.
επίρρ...
τετραπλασίως ΝΑ
τέσσερεις φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πλάσιος].

Greek Monotonic

τετρᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, τέσσερις φορές μεγαλύτερος, Λατ. quadruplex, σε Πλάτ.