διερμηνευτής

From LSJ
Revision as of 22:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερμηνευτής Medium diacritics: διερμηνευτής Low diacritics: διερμηνευτής Capitals: ΔΙΕΡΜΗΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: diermēneutḗs Transliteration B: diermēneutēs Transliteration C: diermineftis Beta Code: diermhneuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A interpreter, v. l. in 1 Ep.Cor.14.28.

Greek (Liddell-Scott)

διερμηνευτής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτής, ἐξηγητής, διάφ. γραφ. ἐν α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιδ', 28, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
interprète.
Étymologie: διερμηνεύω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ intérprete, 1Ep.Cor.14.28, Hsch.s.u. ὑποφῆται.

English (Strong)

from διερμηνεύω; an explainer: interpreter.

English (Thayer)

διερμηνευτου, ὁ (διερμηνεύω, which see), an interpreter: L Tr WH marginal reading ἑρμηνευτής.). (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ο (AM διερμηνευτής) διερμηνεύω
ερμηνευτής, εξηγητής
νεοελλ.
1. διερμηνέας
2. (μέγας διερμηνευτής) υψηλό αξίωμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας
3. εκκλησιαστικό αξίωμα.

Greek Monotonic

διερμηνευτής: -οῦ, ὁ, διερμηνέας, αυτός που ερμηνεύει, εξηγεί, σε Καινή Διαθήκη