ἐσχαρόφιν
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
Ep. gen. and dat. sg. of ἐσχάρα.
German (Pape)
[Seite 1045] ep gen. u. dat. von ἐσχάρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰρόφῐν: Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. τοῦ ἑνικ. ἀριθμ. τοῦ ἐσχάρα.
French (Bailly abrégé)
gén. et dat. épq. de ἐσχάρα.
Greek Monotonic
ἐσχᾰρόφῐν: Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. του ἐσχάρα.